καλοθωρώ

καλοθωρώ
1. διακρίνω καλά, βλέπω καθαρά
2. αντικρύζω κάτι ευμενώς, με συμπάθεια
3. διακρίνω με τον λογισμό μου κάτι σαφώς, ξεκαθαρίζω μέσα στον νου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + (< επίρρ. καλά) + θωρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοθωρώ — καλόειδα και καλόδα, βλέπω καλά: Ποιος είσαι συ, δε σε καλοθωρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοθώρητος — η, ο [καλοθωρώ] 1. αυτός που διακρίνεται καλά, καθαρά 2. αυτός τον οποίο βλέπει κάποιος με ευχαρίστηση ή με συμπάθεια, ο ωραίας εμφανίσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”